- Σατυριστής
- Σατυριστήςplayer of Satyric dramasmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σατυριστής — ὁ, Α 1. ηθοποιός που έπαιρνε μέρος σε σατυρικό δράμα 2. ως επίθ. σατυρικός («Σατυρισταὶ χοροί», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάτυρος + κατάλ. ιστής, κατά το κιθαρ ιστής] … Dictionary of Greek
Σατυριστῶν — Σατυριστής player of Satyric dramas masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)